απονεύρωση — η (ιατρ.), η αφαίρεση ή νέκρωση νεύρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπονευρώσῃ — ἀπονευρώσηι , ἀπονεύρωσις end of the muscle fem dat sg (epic) ἀπονευρόομαι become tendinous aor subj mp 2nd sg ἀπονευρόομαι become tendinous fut ind mp 2nd sg ἀ̱πονευρώσῃ , ἀπονευρόομαι become tendinous futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονευρωτικός — ή, ό σχετικός με την απονεύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < απονεύρωσις ( η) πρβλ. αγγλ. aponeurotic] … Dictionary of Greek
επικράνιος — α, ο (Α ἐπικράνιος, ον) αυτός που βρίσκεται πάνω στο κρανίο νεοελλ. ανατ. φρ. «επικράνιος ἡ μετωποϊνιακός μυς»* ο ενιαίος μυς που καλύπτει όλο τον θόλο τού κρανίου και αποτελείται από δύο μυς, τον μετωπιαίο και τον ινιακό, ενωμένους με σκληρό… … Dictionary of Greek
πελματιαίος — α, ο ανατ. ο σχετικός με το πέλμα (α. «πελματιαία απονεύρωση» β. «πελματιαία αρτηρία» γ. «πελματιαίος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλμα, ατος + κατάλ. ιαίος (πρβλ. νωτ ιαίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
σπιγγέλειος — α, ο, Ν ανατ. 1. (για ανατομικά στοιχεία) αυτός που περιγράφηκε από τον φλαμανδό ανατόμο Αντριάαν βαν ντεν Σπίγγελ 2. φρ. α) «σπιγγέλειος λοβός τού ήπατος» μικρός ηπατικός λοβός πίσω από τις πύλες τού ήπατος, αλλ. κερκοφόρος λοβός β) «σπιγγέλεια… … Dictionary of Greek
Τενόν, Zακ Ρενέ — (Tenon, 1724 – 1816). Γάλλος ανατόμος, χειρουργός και οφθαλμίατρος. Υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός και αργότερα διετέλεσε χειρούργος της Σαλπετριέρης, καθηγητής του κολεγίου της χειρουργικής και βουλευτής. Μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών.… … Dictionary of Greek